- εγκλείσματα
- Όρος της γεωλογίας που αναφέρεται σε ξένα φυσικά σώματα (στερεά, υγρά και αέρια), μικροσκοπικών συνήθως διαστάσεων, που εμπεριέχονται μέσα στους κρυστάλλους διαφόρων ορυκτών. Στην πετρογραφία, και κυρίως στα αττικά πετρώματα, τα ε. μπορεί να είναι τμήματα από τα γύρω πετρώματα –ξένης δηλαδή προέλευσης ως προς το μάγμα– που όμως δεν έχουν συγχωνευθεί και αφομοιωθεί από αυτά, αλλά παραμένουν ευδιάκριτα μέσα στη μάζα του πετρώματος, το οποίο προκύπτει μετά την κρυστάλλωση του μάγματος. Τα ε. αυτά ονομάζονται αλλοθιγενήξενόλιθοι. Τα ε., αντίθετα, τα οποία αποτελούνται από συγκεντρώσεις (πυρήνες) ορυκτών, που συμπυκνώθηκαν και αποχωρίστηκαν στις αρχικές φάσεις της κρυστάλλωσης του μάγματος, αποκαλούνται αυθιγενήομογενή.
Στην ορυκτολογία, τα ε. διακρίνονται από τους κρυστάλλους, που αποθέτονται με ορισμένες συμμετρίες και οφείλονται άλλοτε σε συγκεντρώσεις μικροσκοπικών κρυστάλλων φύσης διαφορετικής από τη φύση του βασικού ορυκτού, άλλοτε σε συγκεντρώσεις στερεών σωμάτων που δεν είναι κρυσταλλικά ή υγρά (συνήθως νερού) ή και αερίων, που βρίσκονται κλεισμένα μέσα στο μάγμα. Τα ε. αυτά διακρίνονται μόνο με το μικροσκόπιο (τριχίτες, μικρίτες κλπ.).
Κατά το στάδιο ψύξης και κρυστάλλωσης του μάγματος, διάφορα φαινόμενα προκαλούν τον σχηματισμό εγκλεισμάτων μέσα στα πετρώματα και στα ορυκτά που σχηματίζονται. Στο δείγμα αυτό, η βασική μάζα του ορυκτού είναι ουρανίτης και τα εγκλείσματα κρύσταλλοι γαληνίτη.
Dictionary of Greek. 2013.